- πελιδνός
- πελιδνόςlividmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πελιδνός — ή, ό / πελιδνός, ή, όν, αττ. τ. πελιτνός, ή, όν, ΝΜΑ (ιδίως για το χρώμα τού δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.) νεοελλ. συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός … Dictionary of Greek
πελιδνός — ή, ό μελανιασμένος, μαυροκίτρινος, ωχρός: Έγινε πελιδνός από το φόβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελιδνά — πελιδνός livid neut nom/voc/acc pl πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc/acc dual πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνότερον — πελιδνός livid adverbial comp πελιδνός livid masc acc comp sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνῶν — πελιδνός livid fem gen pl πελιδνός livid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιτνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδναί — πελιδνός livid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνοτάτους — πελιδνός livid masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελιδνοῖς — πελιδνός livid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)